ἱστοῦ

ἱστοῦ
ἱστός
anything set upright
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • επωμίδα — η (AM ἐπωμίς) φρ. «επωμίδες ιστού» κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη τού ιστού τού σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω τού θωρακίου και τών δίζυγων τού ιστού νεοελλ. 1. πλέγμα με τα διακριτικά τού βαθμού που… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίτιδα — Βακτηριδιακή λοίμωξη του δέρματος και των ιστών κάτω από αυτό. Πιθανή επιπλοκή τραυμάτων απαιτεί άμεση και εντατική αντιμικροβιακή θεραπεία για να μην εξαπλωθεί και να μην αφήσει μόνιμες βλάβες. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται επίσης ως ενδεικτικός… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”